- καλλίχορος
- καλλίχοροςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καλλίχορος — καλλίχορος, ον (Α) 1. (για πόλεις) αυτός που έχει ωραίους τόπους για χορό («παρὰ καλλίχορον ναίοισι πόλιν», Πίνδ.) 2. αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε ωραίους χορούς («τρόπον τὸν καλλιχορώτατον παίζοντες», Αριστοφ.) 3. (για τον Απόλλωνα) ο καλός… … Dictionary of Greek
καλλιχορώτατον — καλλίχορος masc acc superl sg καλλίχορος neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιχόρω — καλλίχορος masc/fem/neut nom/voc/acc dual καλλίχορος masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλίχορον — καλλίχορος masc/fem acc sg καλλίχορος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιχόροιο — καλλίχορος masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιχόροις — καλλίχορος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιχόροισι — καλλίχορος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιχόροισιν — καλλίχορος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιχόρου — καλλίχορος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιχόρους — καλλίχορος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)